- σεγκοντάρω
- σεγκοντάρω και σιγοντάρω (λ. ιταλ.), υποστηρίζω, υποβοηθώ: Τον σιγοντάρουν κι άλλοι σ' αυτό το έργο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεγκοντάρω — και σεκοντάρω και σιγοντάρω Ν 1. κάνω τη δεύτερη φωνή κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού, κάνω σεγκόντο 2. συνεκδ. βοηθώ, υποστηρίζω κάποιον σε μια άποψη ή ενέργειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. secondare (βλ. λ. σεγκόντο)] … Dictionary of Greek
σεγκόντο — και σεκόντο και σιγόντο, το, Ν 1. η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση ενός τραγουδιού («πρίμο σεγκόντο με όμορφη διπλοπενιά...») 2. φρ. α) «κάνω σεγκόντο» σεγκοντάρω β) «τού κρατάει σεγκόντο» τόν υποστηρίζει, παίρνει το μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
σεκοντάρω — Ν βλ. σεγκοντάρω … Dictionary of Greek
σιγοντάρω — βλ. σεγκοντάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)